πίφι(γ)ξ

πίφι(γ)ξ
και πίφηξ, -γγος, ὁ, Α
1. είδος άγνωστου πτηνού
2. (κατά τον Ησύχ.) «κορυδαλλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τών τ. πιπ-ίζω*, πιπ-* και το εκφραστικό επίθημα -ιγξ (πρβλ. σάλπ-ιγξ, στρ-ίγξ) με ανομοιοτική τροπή τού ψιλού –π στο αντίστοιχο δασύ -φ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”